- ἐνιζάνω
- ἐνιζάνω,A sit or settle in or on,
αἰθούσῃσιν Il.20.11
; offood,τοῖς ὀδοῦσιν Alciphr.1.22
, cf. Lib.Or.60.11: metaph. of ψυχή and its object, Plot.4.6.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἰθούσῃσιν Il.20.11
; offood,τοῖς ὀδοῦσιν Alciphr.1.22
, cf. Lib.Or.60.11: metaph. of ψυχή and its object, Plot.4.6.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενιζάνω — ἐνιζάνω (AM) [ιζάνω] 1. κάθομαι μέσα σε κάτι, καθίζω κάπου («τὸ μὴ ἐφάπτεσθαι αὐτοῡ μηδ ἐνιζάνειν μυίας» να μην τό αγγίζουν ούτε να κάθονται πάνω του μύγες, Τζέτζ.) 2. μτφ. (για την ψυχή, τη διάνοια κ.λπ.) εγκαθίσταμαι, ενοικώ, ενυπάρχω 3. και το … Dictionary of Greek
ἐνιζάνω — ἐν ἱζάνω make to sit pres subj act 1st sg ἐν ἱζάνω make to sit pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενίζησις — ἐνίζησις, η (Α) [ενιζάνω] η ενέργεια τού ενιζάνω, το κάθισμα (ως ενέργεια), η εγκατάσταση … Dictionary of Greek
ενίζημα — ἐνίζημα, το (Α) [ενιζάνω] το έπιπλο πάνω στο οποίο κάθεται κανείς, κάθισμα, εδώλιο, έδρα, θώκος … Dictionary of Greek